κλειδούχος

κλειδούχος
-ο (AM κλειδοῡχος, -ον, Α αττ. τ. κληδοῡχος, -ον, δωρ. τ. κλᾳδοῡχος, -ον)
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κλειδούχος
1. αυτός που κρατά και φυλάει τα κλειδιά, κλειδοκράτης, κλειδοφύλακας
2. αυτός που έχει τη φροντίδα για τη φύλαξη ενός τόπου («Ἔρωτα... τὸν τᾶς Ἀφροδίτας φιλτάτων θαλάμων κληδοῡχον», Ευρ.)
3. φρ. «ο κλειδούχος τού Παραδείσου» ή «ο κλειδούχος τών ουρανών» — προσωνυμία τού αγίου Πέτρου
νεοελλ.
σιδηροδρομικός υπάλληλος εντεταλμένος με τον χειρισμό τών κλειδιών τών σιδηροτροχιών
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει τη γενική επιστασία, επόπτης || (μσν.-αρχ.) προστάτης
αρχ.
1. το θηλ. α) ιέρεια
β) (για την Αθηνά) η προστάτιδα θεά
2. (το αρσ. πληθ.) οἱ κλειδοῡχοι
(κατά τους Πυθαγορείους) χαρακτηρισμός τών αριθμών 4 και 10, τους οποίους θεωρούσαν ως κλειδιά τής τάξης στη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + -οῡχος (< ἔχω), πρβλ. αξιωματ-ούχος, τροπαιούχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλειδοῦχος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδούχος — ο, η 1. αυτός που κρατάει τα κλειδιά, κλειδοκράτης. 2. σιδηροδρομικός υπάλληλος που η υπηρεσία του είναι να χειρίζεται τα κλειδιά των τροχιών. 3. με τη φράση «κλειδούχος του παραδείσου» εννοείται ο άγιος Πέτρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλειδοῦχον — κλειδοῦχος masc/fem acc sg κλειδοῦχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληιδοῦχον — κλειδοῦχος masc/fem acc sg κλειδοῦχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῃδοῦχον — κλειδοῦχος masc/fem acc sg κλειδοῦχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδοῦχε — κλειδοῦχος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδοῦχοι — κλειδοῦχος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδούχου — κλειδοῦχος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδούχους — κλειδοῦχος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδούχων — κλειδοῦχος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”